κατύπερθε

κατύπερθε
καθύπερθε
from above
ionic (indeclform adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατύπερθε — (Α) επίρρ. ιων. τ. βλ. καθύπερθε …   Dictionary of Greek

  • καθύπερθε — και πριν από φωνήεν καθύπερθεν, ιων. τ. κατύπερθε (Α) (ποιητ. επίρρ.) 1. από πάνω προς τα κάτω («δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν», Ομ. Ιλ.) 2. πάνω (α. «κατύπερθε «τῶν ὅπλων τοῡ τόνου», Ηρόδ. β. «καθύπερθε Χίου» προς Βορράν τής Χίου, Ομ. Οδ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • επιφορώ — ἐπιφορῶ, έω (AM) επισωρεύω («κατύπερθε δὲ ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῡν γῆς ἐπεφόρησε», Ηρόδ.) αρχ. 1. φέρω, προσφέρω 2. συλλαμβάνω ή έχω στην κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φορώ, επαναληπτικό, εμφατικό παράγωγο τού φέρω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”